Ἀναζητῶντας τήν ἀλήθεια. Πίστη καί ἐπιστήμη, σύμμαχοι ἢ πολέμιοι;

Ἡ σχέση πίστεως καὶ ἐπιστήμης ἀπασχολεῖ τὸν κόσμο σήμερα ἐξίσου ὅπως καὶ παλαιότερα. Σήμερα, μάλιστα, καλούμαστε νὰ ἀποδείξουμε τὰ αὐτονόητα καὶ νὰ ἀπολογούμαστε γιὰ τὴν πίστη μας, σὲ μιὰ χώρα ποὺ ἐπὶ 2000 χρόνια πορευόταν μὲ τὸν Χριστό. Τὸ θέμα φαίνεται νὰ ἀπασχολεῖ τὴν κοινὴ γνώμη, ἂν κρίνει κανεὶς ἀπὸ τὶς ἐκδηλώσεις ποὺ λαμβάνουν χώρα (56ο Παιδαγωγικὸ Συνέδριο «Μεγάλου Βασιλείου» μὲ τίτλο «Σύγχρονες ἀθεϊστικὲς προκλήσεις»· «Θρησκεία καὶ ἐπιστήμη στὴν ποίηση», Ἐθνικὸ Ἵδρυμα Ἐρευνῶν, Ἰανουάριος 2017 κ.ἄ.) καὶ ἀπὸ τὸ διαδίκτυο.

Ἀναζήτηση τῆς ἀλήθειας

          Εἶναι χρήσιμο νὰ ξεκινήσουμε ἀπὸ τοὺς λόγους τοῦ Κυρίου: «Ἐγώ εἰμι ἡ ὁδός, ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωή» (Ἰω., ιδ΄ 6)· «Ἐγὼ εἰς τοῦτο γεγέννημαι καὶ εἰς τοῦτο ἐλήλυθα εἰς τὸν κόσμον, ἵνα μαρτυρήσω τῇ ἀληθείᾳ· πᾶς ὁ ὢν ἐκ τῆς ἀληθείας ἀκούει μου τὴν φωνήν» (Ἰω., ιη΄ 37)· «Γνώσεσθε τὴν ἀλήθειαν, καὶ ἡ ἀλήθεια ἐλευθερώσει ὑμᾶς» (Ἰω., η΄ 32).

          Ἔχουμε λοιπὸν δύο βασικὲς ἀρχὲς τῆς πίστης μας: Πρῶτον, ὅτι ἡ ἀλήθεια εἶναι ὁ Χριστὸς καὶ μᾶς ἀποκαλύφθηκε, καί, δεύτερον, ὅτι ἡ γνώση τῆς ἀλήθειας θὰ μᾶς ἐλευθερώσει. Οἱ χριστιανοὶ λοιπόν, ποὺ δέχονται τὸν Κύριο ὡς τὸν προσωπικό τους Σωτῆρα καὶ ὁδηγὸ στὰ βήματα τῆς ζωῆς τους, βιώνουν τὴ δική Του ἀλήθεια καὶ μὲ αὐτὴν τὴν ἀλήθεια πορεύονται μέχρι τὸ τέλος τῆς ζωῆς τους. Βασικὰ παραδείγματα εἶναι οἱ βίοι τῶν Ἁγίων μας, ἀλλὰ καὶ πολλῶν κρυφῶν ἀγωνιστῶν μέσα στοὺς αἰῶνες τῆς χριστιανικῆς ζωῆς. Οἱ Ἅγιοι, ὅπως γράφει ὁ θεολόγος Σωτήριος Κόλλιας στὸ βιβλίο του Ἀναζητώντας τὴν ἁγιότητα, δὲν φοβοῦνταν τὸν κόσμο καὶ τίποτε φθαρτὸ καὶ πρόσκαιρο οὔτε δείλιαζαν μπροστὰ σὲ ἄρχοντες καὶ δυνάστες, καθώς, ὄντας σίγουροι γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴ σχέση τους μαζί Του, ἀτένιζαν μόνο τὸ θεῖο πρόσωπό Του. Τὸ μόνο ποὺ φοβοῦνταν ἦταν μὴ χάσουν τὸν Χριστὸ ἀπὸ τὴν καρδιά τους, κάτι ποὺ θὰ γινόταν μόνο ἀπὸ δική τους ὑπαιτιότητα. Γιατὶ ὁ Χριστὸς λέγει, κατὰ τὸν Ἅγιο Ἰωάννη τὸν Χρυσόστομο: «Ἐγὼ πατήρ, ἐγὼ ἀδελφός, ἐγὼ νυμφίος, ἐγὼ οἰκία, ἐγὼ τροφή, ἐγὼ ἱμάτιον, ἐγὼ ῥίζα, ἐγὼ θεμέλιος […] καὶ φίλος καὶ μέλος καὶ κεφαλὴ καὶ ἀδελφὸς καὶ ἀδελφὴ καὶ μήτηρ, πάντα ἐγώ· μόνον οἰκείως ἔχε πρὸς ἐμέ. Ἐγὼ πένης διὰ σέ· καὶ ἀλήτης διὰ σέ· ἐπὶ σταυροῦ διὰ σέ, ἐπὶ τάφου διὰ σέ. […] Πάντα μοι σύ, καὶ ἀδελφὸς καὶ συγκληρονόμος καὶ φίλος καὶ μέλος. Τί πλέον θέλεις;» (Ἰω. Χρυσ., Ὑπόμνημα εἰς τὸν ἅγιον Ματθαῖον τὸν εὐαγγελιστήν, Ὁμιλία ΟϚ΄, ed. J.-P. Migne, PG 58, 700.33-45). Τί περισσότερο λοιπὸν θέλουμε ὅσοι ἀποδεχθήκαμε τὴν ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ, ποὺ εἶναι τὸ θεμέλιον τῆς πίστης μας καὶ ἡ πέτρα τῆς ὁμολογίας μας;

          Ἐρχόμαστε τώρα στὴν ἀναζήτηση τῆς ἀλήθειας μέσῳ τῆς ἐπιστήμης. Ἀξίζει νὰ διερωτηθοῦμε: Ποιὰ ἀλήθεια ἀναζητᾷ ἡ ἐπιστήμη; Ξέρουμε ὅτι μελετᾷ τὰ αἴτια τῶν φαινομένων τοῦ ὑλικοῦ κόσμου καὶ προσπαθεῖ νὰ δώσει ἀπαντήσεις, ξεκινώντας μὲ ὑποθέσεις, παρατηρήσεις καὶ θεωρήματα, μέχρι αὐτὰ νὰ ἀποδειχθεῖ ὅτι πράγματι ἰσχύουν. Ἔτσι, μέσα στὴν πορεία της, βλέπουμε ἐπιστημονικὲς θεωρίες νὰ ἀνατρέπονται, καὶ ἄλλες νὰ ἐπιβεβαιώνονται καὶ νὰ βρίσκουν πρακτικὲς ἐφαρμογές, βελτιώνοντας ἀρχικὰ τὶς συνθῆκες διαβίωσης τοῦ ἀνθρώπου. Σήμερα ὅμως ἀνησυχοῦμε γιὰ τὸ ποῦ θὰ ὁδηγηθεῖ ἡ ζωὴ σὲ αὐτὸν τὸν πλανήτη, ἂν ὁ ἄνθρωπος συνεχίσει νὰ κάνει ἀλόγιστη χρήση τῶν γνώσεων ποὺ ἔχει ἀποκτήσει μέσῳ τῆς ἐπιστήμης. Χαρακτηριστικὸ αὐτῆς τῆς ἀγωνίας εἶναι τὰ διάφορα οἰκολογικὰ κινήματα, μὲ πρόσφατο παράδειγμα τὴν καμπάνια διάσωσης τῶν μελισσῶν ἀπὸ ὁμάδα τοῦ Avaaz λόγῳ τοῦ κινδύνου ἐξαφάνισής τους ἀπὸ δημητηριώδη φυτοφάρμακα[1]. Ἀλλὰ τί νὰ ποῦμε καὶ γιὰ τὸ ἐπιστημονικὸ ἐπίτευγμα τῆς διάσπασης τοῦ ἀτόμου καὶ τὴν ἀτομικὴ ἐνέργεια, ποὺ ἀπειλοῦν μὲ ἀφανισμὸ τὸν πλανήτη, ἂν οἱ ἄνθρωποι δὲν περιορίσουν τὴ χρήση της καὶ δὲν ὑπάρξει εἰρήνη μεταξὺ τῶν λαῶν; Ἂς θυμηθοῦμε τὴ Χιροσίμα καὶ τὸ Ναγκασάκι. Ὁ πόλεμος δὲν ἀποτελεῖ πιὰ τοπικὴ ὑπόθεση τοῦ πεδίου τῶν μαχῶν, ἀλλὰ μιὰ παγκόσμια ἀπειλὴ μὲ ἑκατομμύρια θύματα.

          Εἶναι φανερὸ πὼς ἡ ἐπιστήμη χρειάζεται τὴν ἠθική, γιὰ νὰ μὴν ἐπιφέρει τὴν ἐξαφάνιση τοῦ ἀνθρώπινου γένους. Ἡ εὐφορία ποὺ θεμελίωνε τόσες ἀνθρώπινες ἐλπίδες στὴν πρόοδο τῶν ἐπιστημῶν ἀρχίζει νὰ ἐξασθενίζει μπροστὰ στὴ διαπίστωση τῆς προσωρινότητας κάθε ἀνθρώπινης γνώσης. Σήμερα, ἡ συνεχὴς ὑποβάθμιση τοῦ περιβάλλοντος, οἱ γενετικὲς παρεμβάσεις καὶ ἄλλες ἀρνητικὲς πλευρὲς τῆς τεχνολογικῆς προόδου ἔχουν διαμορφώσει μιὰ πιὸ κριτικὴ στάση ἀπέναντι στὴν ἐπιστήμη καὶ τὴν τεχνολογία.

          Ἡ ἐπιστήμη, λοιπόν, ἀσχολεῖται μὲ τὴν ὑλικὴ ὑπόσταση τῆς ζωῆς μας καὶ ἔχει βελτιώσει ἀναμφισβήτητα τὴν καθημερινότητα, ἐνῷ στὴν παροῦσα φάση ἀποτελεῖ τὸν σοβαρώτερο κίνδυνο γιὰ τὴν ἴδια τὴ ζωή. Ὁ σημερινὸς ἄνθρωπος, παρὰ τὶς ἀνέσεις καὶ τὶς δυνατότητές του, δὲν εἶναι περισσότερο εὐτυχισμένος καὶ ἤρεμος ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο τῶν προηγούμενων αἰώνων. Ἡ θαυμαστὴ ἐξέλιξη τῆς ἐπιστήμης δὲν ἔκανε τὸν ἄνθρωπο οὔτε καλύτερο οὔτε ἠθικώτερο καὶ δὲν μπορεῖ νὰ τοῦ δώσει οὔτε νόημα οὔτε σκοπό. Ἡ ἐπιστήμη δὲν μπορεῖ νὰ μᾶς δώσει ἀπαντήσεις στὸ γιατί ὑπάρχουμε, γιατί ζοῦμε καὶ τί σκοπὸ ἔχουν ὅλα ὅσα συμβαίνουν γύρω μας.

          Ὁ Ian Barbour, ἕνας ἀπὸ τοὺς συγγραφεῖς ποὺ μελέτησε περισσότερο τὶς σχέσεις ἐπιστήμης καὶ θρησκείας, τὶς συνοψίζει σὲ τέσσερα εἴδη: σύγκρουση, ἀνεξαρτησία, διάλογος, συγχώνευση.

          Ὅπως ὅμως φαίνεται ἀπὸ τὰ ὅσα σημειώνουμε ἐδῶ, ἔχουμε δύο ὀντότητες ποὺ ἀποτελοῦν μέρος τῆς ἀνθρώπινης καθημερινότητας καὶ καλύπτουν διαφορετικὲς ἀνάγκες. Ἡ μὲν Πίστη ἔρχεται νὰ ἀπαντήσει σὲ ἕνα θεμελιῶδες ἐρώτημα τοῦ ἀνθρώπου, γιατί ζῶ, ἡ δὲ Ἐπιστήμη ἔρχεται νὰ βοηθήσει τὸν ἄνθρωπο στὴν κατανόηση φυσικῶν φαινομένων καὶ ἐξ αὐτοῦ στὴν τροποποίηση τῶν συνθηκῶν τῆς ζωῆς του, ἐλπίζοντας βέβαια γιὰ τὸ καλύτερο. Ἂν λοιπὸν βλέπαμε τὶς δύο αὐτὲς ὀντότητες σὰν δύο δρόμους, ἡ μὲν πρώτη ἔχει πορεία πρὸς τὸν οὐρανό, ἡ δὲ δεύτερη πορεία παράλληλη μὲ τὴν ἐπιφάνεια τῆς γῆς. Ξεκινοῦν καὶ οἱ δύο ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο. Ὅπως παραδέχεται ὁ Καθηγητὴς τῆς Φιλοσοφίας τῶν Ἐπιστημῶν τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν Στάθης Ψύλλος, ἔχουν κοινὴ προέλευση, ἀλλὰ ὄχι κοινὴ πορεία. Πῶς γίνεται λοιπὸν νὰ συγκρουσθοῦν;

          Στὴν ἐποχή μας, ὁ παλαιοντολόγος Stephen J. Gould (1941-2002) διετύπωσε αὐτὴ τὴν ἀνεξαρτησία πίστης καὶ ἐπιστήμης μὲ τὸν ὅρο «μὴ ἐπικαλυπτόμενες διδασκαλίες». Ἡ πρώτη ξεδιψᾷ τὴν πνευματικὴ δίψα τοῦ ἀνθρώπου, ἡ δεύτερη φροντίζει νὰ κάνει τὸν ὑλικό του κόσμο πιὸ ἄνετο. Ἑπομένως, πίστη καὶ ἐπιστήμη δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ἐχθροί, ἐφόσον καλύπτουν ἀνάγκες τοῦ ἀνθρώπου ἐξίσου σημαντικές.

          Ἡ κάλυψη τῶν ὑλικῶν ἀναγκῶν ἰσορροπεῖ πνευματικὰ τὸν ἄνθρωπο καὶ δημιουργεῖ προϋποθέσεις γιὰ πνευματικοὺς προβληματισμούς. Ἡ αὐξημένη παραγωγὴ τροφῶν καὶ εἰδῶν πρώτης ἀνάγκης, ἡ δημιουργία θέσεων ἐργασίας, ἀποτελοῦν ἐπιτεύγματα τῆς τεχνολογίας, ποὺ μέσῳ τῆς ἐπιστήμης ἔδωσαν τὴ δυνατότητα στὸν ἄνθρωπο τῆς καλῆς θέλησης νὰ προσφέρει καὶ νὰ καλύπτει καὶ τὶς ἀνάγκες ἀναξιοπαθούντων συνανθρώπων του. Καὶ τὰ καλὰ ἔργα ἀποτελοῦν καθῆκον γιὰ τὸν χριστιανό, γιατὶ γίνεται ἀφορμὴ νὰ δοξάζεται τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου. Αὐτὸ φαίνεται καὶ ἀπὸ τὰ λόγια τοῦ Ἰακώβου τοῦ Ἀδελφοθέου, ὁ ὁποῖος στὴν καθολική του ἐπιστολὴ μᾶς λέει ὅτι δὲν μπορεῖς νὰ πεῖς στὸν γυμνὸ καὶ πεινασμένο ἀδελφό, «Πήγαινε ἐν εἰρήνῃ», χωρὶς νὰ τοῦ δώσεις τροφὴ καὶ ἐνδύματα, καὶ προσθέτει: «Οὕτως καὶ ἡ πίστις, ἐὰν μὴ ἔχῃ ἔργα, νεκρά ἐστιν καθ’ ἑαυτήν» (Ἰακ., β΄ 17). Ἔτσι λοιπόν, ὁ πιστὸς ἄνθρωπος μέσῳ τῆς ἐπιστήμης μπορεῖ νὰ γίνει χρήσιμος, τόσο στὸν ἑαυτό του ὅσο καὶ στὸν συνάνθρωπο.

          Εἶναι φανερὸ λοιπὸν ὅτι, ἐφόσον ὁ ἄνθρωπος ἔχει διπλῆ ὑπόσταση, ὑλικὴ καὶ πνευματική, ἔχει ἀνάγκη τόσο τὴν πίστη ὅσο καὶ τὴν ἐπιστήμη. Ἄλλωστε, ἀπὸ τοὺς ἀρχαίους Ἕλληνες γνωρίζουμε ὅτι μπορεῖ νὰ ὑπῆρχαν πόλεις χωρὶς τείχη καὶ χωρὶς νόμους, ἀλλὰ χωρὶς ἱερὰ δὲν ὑπῆρχαν.

          Παρ’ ὅλο ὅμως ποὺ ἡ πίστη καὶ ἡ ἐπιστήμη ἔχουν συμπληρωματικοὺς ρόλους, καὶ ἑπομένως συνεργαζόμενες μποροῦν νὰ βελτιώσουν τὴ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου στὴ γῆ, ἔρχονται πολλοὶ ἄνθρωποι, ποὺ ἀνήκουν σὲ διάφορες ἰδεολογίες, νὰ ὑποστηρίζουν ὅτι πίστη καὶ ἐπιστήμη ἀλληλοσυγκρούονται καὶ δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι σύμμαχοι. Κατὰ τὴ γνώμη μου, ἴσως αὐτὴ νὰ εἶναι ἡ μεγαλύτερη ἀπάτη ποὺ ἔχει ποτὲ ἐμφανισθεῖ στὴν παγκόσμια ἱστορία. Ἔτσι λοιπόν, μὲ τὸ κάλυμμα τῆς ἐπιστήμης προωθοῦνται ἰδεολογίες ποὺ μοναδικός τους στόχος εἶναι νὰ ἀποδείξουν ὅτι δὲν ὑπάρχει Θεός, καὶ ἑπομένως οἱ ἐπιστήμονες δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι καὶ πιστοί. Δυστυχῶς, ἀπὸ τὸν 19ο αἰῶνα γέμισε ἡ ἀνθρωπότητα ἀπὸ ἀνθρώπους πού, ἐνῷ εἶχαν καταφέρει σημαντικὴ πρόοδο στὴ ζωή τους, ἀρνοῦνταν τὴν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ καὶ μέσῳ τῆς θέσης ποὺ κατεῖχαν προσπάθησαν νὰ προωθήσουν τὶς ἰδέες τους.

          Ὁ Καθηγητὴς τῆς Φιλοσοφίας τῶν Ἐπιστημῶν τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν Στάθης Ψύλλος, τὸν ὁποῖο ἀναφέραμε καὶ παραπάνω, σὲ ἄρθρο του ποὺ κυκλοφορεῖ στὸ διαδίκτυο μὲ θέμα τὴ σχέση ἐπιστήμης καὶ θρησκείας, ἀναφέρει: «Ἡ σχέση μεταξὺ ἐπιστήμης καὶ θρησκείας εἶναι πολύπλευρη καὶ πολυεπίπεδη. Τὰ συναφῆ ἐρωτήματα δὲν εἶναι πάντα σαφῆ καὶ καλῶς τοποθετημένα. Ὑπὸ μία ἔννοια, μιλοῦμε γιὰ τὴ σχέση μεταξὺ δύο θεσμῶν –δύο ἀνθρωπογενῶν θεσμῶν– ποὺ χαρακτηρίζονται ἀπὸ μία συγκεκριμένη ἱστορία, θεσμικὴ ὀργάνωση καὶ κυρίως ἐννοιολογικὴ συγκρότηση. Τὸ θέμα τότε εἶναι ἡ συνύπαρξή τους, καὶ ἡ προσέγγισή του θὰ ἦταν τετριμμένη: φυσικὰ καὶ πρέπει νὰ συνυπάρχουν! Ἀλλὰ τὰ πράγματα περιπλέκονται, γιατὶ δὲν μιλοῦμε ἁπλῶς γιὰ δύο διακριτὲς θεσμικὲς ὀντότητες, ἀλλὰ γιὰ δύο τρόπους γιὰ νὰ προσεγγίσουμε, ἐν πολλοῖς, τὴν ἴδια καὶ αὐτὴ πραγματικότητα». Ἀποδέχεται δηλαδὴ ὅτι πρέπει νὰ συνυπάρχουν, ἀλλὰ θεωρεῖ, ἐσφαλμένα κατὰ τὴ γνώμη μου, ὅτι προσεγγίζουν τὴν αὐτὴ πραγματικότητα. Πιθανώτατα παρασύρεται, λόγῳ τῆς ἰδιότητάς του ὡς καθηγητῆ τῆς Φιλοσοφίας, ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ φιλοσοφία θέτει ὑπαρξιακὰ προβλήματα στὸν ἄνθρωπο, ἀλλὰ ἡ φιλοσοφία δὲν εἶναι ἡ μόνη ἐπιστήμη. Ἡ φιλοσοφία στὴν ἀρχαία Ἑλλάδα προβληματιζόταν στὸ θέμα τῆς πίστης στὸν ἕνα Θεό, ἐνῷ οἱ ἄνθρωποι ζοῦσαν σὲ μιὰ κοινωνία εἰδωλολατρική.

          Ἡ μεγάλη σύγκρουση πάνω στὸ θέμα τῆς σχέσης πίστης καὶ ἐπιστήμης, ὅπως εἴδαμε, ξεκίνησε στὴ Δύση, ὅπου ἐμφανίσθηκε ἡ ἀθεΐα σὰν ὀργανωμένο κίνημα, μὲ σκοπὸ νὰ κατεδαφίσει ὅ,τι εἶχε κάνει τὴν Εὐρώπη πολιτισμένη, δηλαδὴ τὸν Χριστιανισμό, βγάζοντάς την ἀπὸ τὴ βαρβαρότητα. Ἔτσι, ὁ ἐξ ἀποκαλύψεως Θεός, ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, ἔγινε πάλι ὁ ἄγνωστος θεὸς καὶ θέμα φιλοσοφικῶν συζητήσεων τῶν σαλονιῶν καὶ τῶν ἀγορῶν. Ὅταν ὁ Μέγας Ναπολέων ρώτησε τὸν ὑπερ-ἐπιστήμονα Laplace ποιὰ εἶναι ἡ θέση τοῦ Θεοῦ στὸ ἔργο του Οὐράνια Μηχανική, ὁ Laplace ἀπάντησε: «Δὲν χρειάστηκα αὐτὴ τὴν ὑπόθεση». Δὲν πρόκειται ἐδῶ ἁπλῶς γιὰ τὴν ἐπιβεβαίωση μιᾶς ἀρχῆς ἐννοιολογικῆς οἰκονομίας στὴ δόμηση τῆς ἐπιστημονικῆς εἰκόνας τοῦ κόσμου. Πρόκειται, συνάμα, γιὰ μιὰ δέσμευση στὴ θέση ὅτι οἱ ἐπιστημονικὲς ὑποθέσεις πρέπει νὰ παίζουν ἕναν ἑνοποιητικὸ ρόλο καὶ νὰ εἶναι ἐμπειρικὰ ἐλέγξιμες. Συνεπῶς, ἡ ὑπόθεση τῆς ὕπαρξης Θεοῦ εἶναι ἄχρηστη στὴν ἐπιστήμη. Δὲν εἶναι ἁπλῶς μὴ ἐπιστημονική. Εἶναι ἕνα ἐπιπλέον φορτίο στὴν ἐπιστημονικὴ εἰκόνα τοῦ κόσμου, χωρὶς ἐπιστημονικὴ νομιμοποίηση. Αὐτὸ δὲν σημαίνει ὅτι δὲν ὑπάρχει Θεός – τοὐλάχιστον μὲ τὴν ἔννοια τῆς πρώτης ἀρχῆς, τοῦ ποιητῆ τοῦ κόσμου. Ἀλλὰ σημαίνει ὅτι ἡ ὕπαρξή του καὶ ἡ ἀποδοχή της δὲν ἐμπίπτει στὴν ἐπιστήμη οὔτε νομιμοποιεῖται ἀπὸ αὐτήν.

          Ὁ William Paley (1743-1805) ὑποστήριξε ὅτι, ὅπως δεχόμαστε ὅτι ἕνα ρολόι δημιουργεῖται ἀπὸ ἕναν ὡρολογοποιό, ἔτσι κατ’ ἀναλογίαν θὰ πρέπει νὰ δεχθοῦμε ὅτι τὸ σύμπαν, μὲ δεδομένη τὴν πολυπλοκότητά του καὶ τὴν ἁρμονία του, δημιουργήθηκε (σχεδιάσθηκε) ἀπὸ ἕναν ἔλλογο δημιουργό, τὸν Θεό. Ἀντίθετα, ὁ Richard Dawkins, σύγχρονος βιολόγος, ποὺ εἶναι εὐρέως γνωστὸς γιὰ τὶς ἀπόψεις του σχετικὰ μὲ τὸν ἀθεϊσμό, τὴν ἐξέλιξη, τὸν δημιουργισμό (creationism), τὴ θεωρία τοῦ εὐφυοῦς σχεδιασμοῦ καὶ τὴ θρησκεία, ὁ ἐξέχων κριτικὸς τοῦ δημιουργισμοῦ καὶ τοῦ εὐφυοῦς σχεδιασμοῦ, στὸ βιβλίο του Ὁ Τυφλὸς Ὡρολογοποιός (The Blind Watchmaker, 1986), μίλησε ἐνάντια στήν «ἀναλογία τοῦ ὡρολογοποιοῦ», καὶ ἀντὶ αὐτοῦ περιέγραψε τὶς ἐξελικτικὲς διαδικασίες ὡς ἀνάλογες μὲ τόν «τυφλὸ ὡρολογοποιό». Ὁ ἐξελικτικὸς βιολόγος τοῦ Χάρβαρντ Stephen Gould ἀμφισβήτησε τὸν κότινο τοῦ Richard Dawkins, προτείνοντας στὸ βιβλίο του Rocks of Ages ὅτι ἡ ἐπιστημονικὴ καὶ ἡ θρησκευτικὴ αὐθεντία θὰ πρέπει νὰ θεωροῦνται συμπληρωματικές, καὶ ὄχι ἀλληλοαποκλειόμενες. Ἐνδιαφέρουσα εἶναι ἡ τοποθέτηση τοῦ Francis S. Collins, ἑνὸς ἀπὸ τοὺς ἐξέχοντες γενετιστὲς τῆς Ἀμερικῆς καὶ γιὰ πολὺ καιρὸ ἐπικεφαλῆς τοῦ Σχεδίου Ἀνθρωπίνου Γονιδιώματος, ὁ ὁποῖος συνετέλεσε στὴν ἀνακάλυψη τῶν γενετικῶν ἀνωμαλιῶν ποὺ προκαλοῦν τὴν κυστικὴ ἴνωση, τὴ νευρωϊνωμάτωση καὶ τὴ νόσο τοῦ Huntington. Στὸ βιβλίο του Ἡ Γλῶσσα τοῦ Θεοῦ μὲ εὔληπτο τρόπο παρουσιάζεται τὸ κεφάλαιο τῆς γενετικῆς δομῆς τοῦ ἀνθρώπινου γονιδιώματος καὶ οἱ ψυχικὲς μεταπτώσεις τοῦ κορυφαίου γενετιστῆ πρὶν ἀπὸ τὴν ὁμολογία τῆς ὑπάρξεως τοῦ Θεοῦ. Ὁ συγγραφέας προτείνει τὴν πίστη του σὲ ἕναν στοργικὸ Θεό, ποὺ δημιούργησε τὸν ἄνθρωπο μὲ ἐξελικτικὲς διαδικασίες.

          Γιὰ τὸν κορυφαῖο, τώρα, μελετητὴ τῆς Ἱστορίας τῶν Ἐπιστημῶν John Brooke, Βρετανὸ Καθηγητὴ στὸ Πανεπιστήμιο τοῦ Λάνκαστερ καὶ Ὁμότιμο Καθηγητὴ τῆς ἕδρας Idreos τοῦ Πανεπιστημίου τῆς Ὀξφόρδης, ποὺ εἰδικεύεται στὴ σχέση ἐπιστήμης καὶ θρησκείας καὶ τὴν ἱστορικὴ ἐξέλιξή της, τὸ ζήτημα ἐπιστήμης (γνώσης) καὶ θρησκείας ἔχει λυθεῖ, καὶ τὸ ἔχει ἀναλύσει ὁ ἴδιος ἐξαιρετικὰ μέσα ἀπὸ τὰ βιβλία του. Ἀπὸ πολὺ νωρὶς ἡ ἔρευνά του ἐπικεντρώθηκε στὴ μελέτη τῆς σχέσης αὐτῆς, ἀποδομώντας τὴ διαδεδομένη ἄποψη περὶ πολεμικῆς μεταξὺ τῶν δύο. Στὰ βιβλία του ἀπορρίπτει τὸ ἐπιχείρημα πὼς ἡ ἀνάπτυξη τῆς ἐπιστημονικῆς γνώσης συνεπάγεται τὴν κατατρόπωση τῶν θρησκευτικῶν ἀντιλήψεων. Στὸ βιβλίο του Ἐπιστήμη καὶ Θρησκεία προσφέρει μιὰ εἰσαγωγὴ καὶ μιὰ κριτικὴ περιήγηση σὲ ἕνα ἀπὸ τὰ πιὸ συναρπαστικὰ καὶ διαχρονικὰ ζητήματα, τὴ σχέση ἐπιστημονικῆς γνώσης καὶ θρησκευτικῆς πίστης. Καὶ ὁ ἴδιος ὁ Καθηγητὴς Brooke, στὴν ἐρώτηση ποιὰ εἶναι ἡ σχέση του μὲ τὴ θρησκεία, ἀπάντησε: «Πάντα σεβόμουν τὴν ἐπιστημονικὴ παράδοση, ἀλλὰ ὅταν συνδέθηκα μὲ τὴ θρησκεία, δὲν ἔνιωσα κάποια σύγκρουση μέσα μου. Ἀκόμη κι ἂν τὴν αἰσθανόμουν, ξέρω ὅτι ἔχω μέσα μου τοὺς κατάλληλους μηχανισμούς, γιὰ νὰ διαχειρισθῶ μιὰ τέτοια κρίση. Πάντως, δὲν εἶναι ζήτημα ἐπιλογῆς, θρησκεία ἢ ἐπιστήμη».

          Ὁ Raoul Follereau, ὁ ὁποῖος ἀφιέρωσε τὴ ζωή του στοὺς λεπροὺς καὶ γι’ αὐτὸ ὀνομάσθηκε «πατέρας τῶν λεπρῶν», στὸ βιβλίο του Μοναδικὴ ἀλήθεια ἡ ἀγάπη ἔγραφε: «Ὁ Χριστιανισμὸς μπορεῖ νὰ μιλάει, καὶ αὐτοὶ ποὺ τὸν ἀρνοῦνται ἔχουν δεχθεῖ τὶς εὐεργεσίες του».

          Ἂς δοῦμε λίγο στὸ παρελθόν, πῶς ξεκίνησε ὁ πόλεμος. Δὲν πρέπει νὰ ἀγνοήσουμε ὅτι οἱ λανθασμένες θέσεις τῶν Καθολικῶν καὶ ἡ προσπάθεια ἐλέγχου τῶν πάντων ἔδωσαν ἐρείσματα στοὺς ἐχθροὺς τῆς πίστεως καὶ πυροδότησαν ἕναν πόλεμο, ποὺ συνεχίζεται μέχρι σήμερα.

          Τὸ πρῶτο γεγονὸς συμβαίνει τὴν 7η Μαρτίου 1277, ὅταν ἐξεδόθη ἡ Καταδικαστικὴ Πράξη τοῦ ἐπισκόπου τοῦ Παρισιοῦ Etienne Tempier. Μὲ αὐτὴ τὴν πράξη καταδικάσθηκαν 219 προτάσεις ἀπὸ τὰ ἔργα τοῦ Ἀριστοτέλη καὶ τῶν σχολιαστῶν του (συμπεριλαμβανομένου καὶ τοῦ Ἀκινάτη), γιατὶ ἔρχονταν σὲ σύγκρουση μὲ τὴ χριστιανικὴ πίστη, καὶ κυρίως μὲ τὸ δόγμα τῆς παντοδυναμίας τοῦ Θεοῦ.

          Τὸ δεύτερο γεγονὸς λαμβάνει χώρα περίπου 350 χρόνια ἀργότερα. Εἶναι ἡ δίκη καὶ καταδίκη τοῦ Γαλιλαίου τὸ 1633, σχεδὸν ἕναν αἰῶνα μετὰ τὴ δημοσίευση τοῦ ἔργου τοῦ Κοπέρνικου τὸ 1543. Ὅμως, ἐνῷ ἡ Ἱερὰ Ἐξέταση εἶχε καταδικάσει τὸ Κοπερνίκειο σύστημα ὡς αἱρετικὸ τὸ 1616, ὁ Πάπας Οὐρβανὸς Η΄ ἦταν φιλικὰ διακείμενος πρὸς τὴν παρουσίαση τοῦ Κοπερνίκειου συστήματος ὡς μιᾶς ὑπόθεσης ἐργασίας.

          Σὲ κείμενο ποὺ παραθέτει ἡ Καθολικὴ Ὁμολογία γιὰ τὴ σχέση ἐπιστήμης καὶ χριστιανισμοῦ, ἀναφέρει ὅτι: «Τὸν 19ο αἰῶνα ἡ σχέση αὐτὴ παρουσιαζόταν ὡς μιὰ ἀναπόφευκτη καὶ συνεχὴς σύγκρουση μεταξὺ τῶν δύο αὐτῶν τομέων, καθὼς διαπιστώνεται στὰ ἔργα τοῦ John Draper (1874) καὶ Andrew D. White (1896). Καὶ τὰ δύο αὐτὰ ἔργα ἀναφέρονται σὲ συγκρούσεις, διαμάχες καὶ στὸ ἀσυμβίβαστο μεταξὺ ἐπιστήμης καὶ θρησκείας. Τὰ ἴδια ἔργα, σὲ ἕνα μεγάλο ποσοστό, συνέβαλαν στὴ δημιουργία αὐτοῦ τοῦ μύθου, πού, ὅπως θὰ δοῦμε, εἶναι χωρὶς ἱστορικὴ βάση». Ὁ Draper ὑποστηρίζει ὅτι «ἡ Ἐκκλησία ἐμπόδισε πάντοτε τὴν πρόοδο τῆς ἐπιστήμης, προσφεύγοντας στὴν ἐξουσία γιὰ τὴ λύση τῶν προβλημάτων» καὶ ὅτι «ἡ ἐπιστήμη καὶ ὁ Καθολικισμὸς ἀναγνωρίζονται ἀμοιβαῖα ὡς ἀσυμβίβαστα πράγματα».

          Τὴν ἴδια ἐποχή, ὁ Πάπας Λέων ΙΓ΄, ἐπὶ τῇ εὐκαιρίᾳ τῶν ἐγκαινίων τοῦ Ἀστεροσκοπείου τοῦ Βατικανοῦ, ἀναφερόταν σ’ αὐτὲς τὶς ἀπόψεις καὶ ὑπενθύμιζε σ’ αὐτοὺς ποὺ κατηγοροῦσαν τὴν Ἐκκλησία ὡς φίλη τοῦ σκοταδισμοῦ, ὡς παράγοντα ἄγνοιας καὶ ὡς ἐχθρὸ τῆς ἐπιστήμης καὶ τῆς προόδου, ὅτι ἡ Ἐκκλησία καὶ οἱ ποιμένες της δὲν ἀντιτίθενται στὴν ἀληθινὴ καὶ σταθερὴ ἐπιστήμη, ἀντίθετα τὴν ἀσπάζονται, τὴν ἐνθαρρύνουν καὶ τὴν προωθοῦν μὲ τὴ μεγαλύτερη δυνατὴ φροντίδα.

          Ἡ προσπάθεια ἀποδόμησης κάθε χριστιανικοῦ στοιχείου στὴ Δύση δὲν εἶχε τέλος. Σὲ μιὰ ἐποχὴ εὐφορίας, στὸ τέλος τοῦ 19ου αἰῶνα καὶ στὶς ἀρχὲς τοῦ 20οῦ, ἡ ἐπιστήμη θεωρήθηκε ὡς ἡ μοναδικὴ ἀντικειμενικὴ γνώση. Στὸ ἔργο του Μαθήματα τῆς φιλοσοφίας τοῦ θετικισμοῦ, ὁ Auguste Compte τὸ 1810 χώρισε τὴν ἱστορία σὲ τρεῖς φάσεις: τὴ θρησκευτική, τὴ μεταφυσικὴ καὶ τὴν ἐπιστημονική. Κατὰ τὸν Compte, ἡ μοντέρνα ἐποχὴ χαρακτηρίζεται ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι κυριαρχεῖται ἀπὸ τὴν ἐπιστημονικὴ γνώση, ἐνῷ οἱ λοιπὲς μορφὲς γνώσης πρέπει νὰ θεωρηθοῦν ξεπερασμένες. Κατὰ τὴν ἄποψή του, ἡ ἐπιστημονικὴ γνώση βασίζεται στὰ θετικὰ δεδομένα τῆς ἐμπειρίας καὶ εἶναι ἡ μοναδικὴ ἀντικειμενικὴ γνώση. Ὁ Compte ὑποστήριζε ὅτι ἔφθασε ἡ στιγμὴ νὰ ἀντικαταστήσουμε τὴ θρησκεία μὲ τὴν ἐπιστήμη, καὶ συνέταξε ἕνα ἡμερολόγιο στὸ ὁποῖο οἱ ἑορτὲς τῶν Ἁγίων εἶχαν ἀντικατασταθεῖ μὲ αὐτὲς τῶν μεγάλων ἐπιστημόνων.

          Αὐτὴ ἡ θέση υἱοθετήθηκε ξανὰ στὶς δεκαετίες τοῦ ’20 καὶ τοῦ ’30 τοῦ περασμένου αἰῶνα, ἐπικεντρωμένη κυρίως στὸ πεδίο τῆς γνώσης. Οἱ κύριοι συγγραφεῖς αὐτοῦ τοῦ λεγόμενου λογικοῦ θετικισμοῦ ἦταν ὁ Rudolf Carnap, ὁ Philipp Frank καὶ ὁ Bertrand Russel. Βασικὴ ἀρχή τους ὅτι ἐκτὸς ἐπιστήμης δὲν εἶναι δυνατὴ καμμία ἀντικειμενικὴ γνώση, συνεπῶς ἡ μεταφυσικὴ καὶ ἡ θρησκεία δὲν ἔχουν κανένα νόημα. Ἀλλὰ πολὺ γρήγορα ἔγινε ἀντιληπτὸ ὅτι αὐτὴ ἡ ἀκραία θέση δὲν μποροῦσε νὰ ὑποστηριχθεῖ. Στὴν ἀρχὴ μὲ τὴν κριτικὴ τοῦ Karl Popper καὶ κατόπιν μὲ ἐκείνη τῶν Thomas Kuhn, Imre Lakatos καὶ Paul Feyerabend, κατέστη σαφὲς ὅτι ἡ φύση τῆς ἐπιστημονικῆς γνώσης δὲν εἶναι τόσο ἁπλῆ.

          Τὸ 1976, ὁ Πάπας Παῦλος ΣΤ΄ ἀναγνώρισε ὅτι ἡ παρεξήγηση μεταξὺ τῆς ἐπιστήμης καὶ τῆς θρησκευτικῆς κοινότητας διαταράσσει τὴ διανοητική μας ἰσορροπία καὶ ἀποτελεῖ τὸ μεγάλο πρόβλημα τῆς ἐποχῆς μας. Διαβεβαίωνε ὅτι τὸ θρησκευτικὸ πνεῦμα δὲν ἔχει τίποτε ἐνάντια στὴν ἐπιστημονικὴ πρόοδο, ἀπεναντίας τὴ διευκολύνει καὶ τὴν ἐνισχύει ἀντικειμενικὰ καὶ ὑποκειμενικὰ μὲ τὴ λατρεία του πρὸς τὴν ὁλικὴ ἀλήθεια. Σὲ ἐπιστολὴ τοῦ Πάπα Ἰωάννου Παύλου Β΄ τὸ 1987, ἐπ’ εὐκαιρίᾳ τῆς τρίτης ἑκατονταετίας ἀπὸ τὴ δημοσίευση τοῦ ἔργου τοῦ Νεύτωνα Principia mathematica, δηλώνεται ὅτι «τόσο ἡ θρησκεία ὅσο καὶ ἡ ἐπιστήμη πρέπει νὰ διατηρήσουν τὴν αὐτονομία καὶ τὴν ἰδιαιτερότητά τους», ἀλλὰ καὶ ὅτι ὁ διάλογος μεταξὺ τῶν δύο εἶναι «ἀναγκαῖος, ἂν καὶ δύσκολος».

          Εἶναι φανερὸ πιὰ ὅτι ἡ σχέση μεταξὺ ἀντικειμενικῶν παρατηρήσεων καὶ ἐπιστημονικῶν θεωριῶν δὲν εἶναι διόλου ἁπλῆ. Ἡ ἐμφάνιση τῆς θεωρίας τῆς ἐξέλιξης τῶν εἰδῶν τοῦ Δαρβίνου, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία ἡ φυσικὴ ἐπιλογὴ ἐξηγεῖ τὴν ἐμφάνιση φαινόμενου σχεδίου στὴ φύση, χωρὶς νὰ προϋποθέτει ἢ νὰ χρειάζεται κάποιον σχεδιαστή, ἀποτέλεσε τὴ σημαία πολλῶν ἀρνητῶν τοῦ Θεοῦ, ποὺ ὑποστηρίζουν ὅτι μὲ αὐτὴ τὴν ἐπιστημονικὴ θεωρία μποροῦμε νὰ ἐξαφανίσουμε τὸν Θεὸ ἀπὸ τὴ ζωή μας, αὐτοαποκαλούμενων ὡς προοδευτικῶν, θεωρώντας ὅλους τοὺς ἄλλους σκοταδιστές. Ἔτσι, ὁ βιολόγος Richard Lewontin ἀναφέρει ὅτι ἡ λύση ποὺ παρέχει ἡ φυσικὴ ἐπιλογὴ εἶναι κάθε ἄλλο παρὰ καλὰ σχεδιασμένη. Ποιὸς ἔλλογος σχεδιαστὴς θὰ ἔβαζε τὶς εἰσόδους τοῦ λάρυγγα καὶ τοῦ φάρυγγα πλάι πλάι; Ἀπὸ αὐτὸ καὶ μόνο μποροῦμε νὰ ἀντιληφθοῦμε σὲ τί ὕψος ἑωσφορικῆς ἀλαζονείας μπορεῖ νὰ φθάσει ὁ ἄνθρωπος, προκειμένου νὰ ὑποστηρίξει τὶς θέσεις του.

          Ὡς ἀντίβαρο τῆς θεωρίας τῆς ἐξέλιξης δημιουργήθηκε, πάλι ἀπὸ τὴ Δύση, ἡ θεωρία τῆς Δημιουργίας, θέλοντας νὰ παρουσιάσει τὴν ἱστορία τῆς Γένεσης ὡς μιὰ ἐπιστημονικὴ θεωρία. Οἱ δημιουργιστὲς στηρίζουν τὴν ἐπίθεσή τους στὴ θέση ὅτι δὲν ὑπάρχουν ἀσφαλῆ κριτήρια, γιὰ νὰ διαχωρισθεῖ ἡ ἐπιστήμη ἀπὸ τὴν ψευδο-επιστήμη. Ἐξέλιξη τῆς θεωρίας τῆς Δημιουργίας ὑπῆρξε ἡ θεωρία τοῦ Νοήμονος Σχεδιασμοῦ (Intelligent Design), ποὺ ἔχει γίνει ἀρκετὰ δημοφιλὴς τελευταῖα. Ἡ ἐν λόγῳ θεωρία δὲν ἀρνεῖται τὴν ἐξέλιξη –ἀντιθέτως, τὴν ἀσπάζεται–, ἀλλὰ προσπαθεῖ νὰ θέσει σὲ νέα βάση τὸ θέμα τῆς ὕπαρξης σχεδίου καὶ σχεδιαστῆ. Ὁ πυρήνας αὐτῆς τῆς προσέγγισης εἶναι ἡ ἰδέα ὅτι κάποια ὄργανα εἶναι πολὺ πολύπλοκα, γιὰ νὰ μὴν ἔχουν σχεδιασθεῖ ἀπὸ κάποιο νοῆμον ὄν. Κατὰ τὸν Καθηγητὴ Στάθη Ψύλλο, ποὺ ἀναφέραμε ἤδη, «ἡ πίστη στὴν ὕπαρξη ἑνὸς ἔλλογου δημιουργοῦ δὲν εἶναι ἀνορθόλογη –δὲν βγαίνει ἐκτὸς μιᾶς περιεκτικῆς σύλληψης τοῦ ὀρθοῦ λόγου–, ἀκόμη καὶ ἂν δὲν ταιριάζει μὲ τὴν ἐπιστημονικὴ εἰκόνα τοῦ κόσμου. Ὅμως καθίσταται ἀνορθόλογη, ὅταν περιχαρακώνεται ἀπὸ τὸν δογματισμό». Βλέπουμε λοιπὸν ὅτι στὸν κόσμο, καὶ ἰδιαίτερα στὴν Ἀμερική, ἔχουν δημιουργηθεῖ δύο στρατόπεδα ἀπὸ πλευρᾶς τῶν ἐπιστημόνων. Οὐσιαστικά, πρόκειται γιὰ τὴ διαμάχη ἂν ὑπάρχει Θεὸς ἢ ὄχι.

          Ὅμως ἡ μελέτη τῆς ἱστορίας τῆς ἐπιστήμης καὶ ἡ ἐμβάθυνση στὰ χαρακτηριστικὰ τῆς ἐπιστημονικῆς γνώσης ἀπεκάλυψαν τὴν τεράστια πολυπλοκότητα τῆς τελευταίας. Παρ’ ὅλα αὐτά, παραμένουν ἀκόμη ἴχνη τοῦ «μύθου» (ὅπως τὸν ἀποκαλοῦν ὁρισμένοι συγγραφεῖς) τῆς ἀπόλυτης ἀντικειμενικότητας τῆς ἐπιστημονικῆς γνώσης. Ἡ ἐπιστήμη ἔχει ἱστορικὸ χαρακτῆρα, καὶ ἑπομένως δὲν μποροῦμε ποτὲ νὰ ποῦμε ὅτι ἔχει ὁλοκληρωθεῖ. Ἡ μηχανικὴ ποὺ εἶχε εἰσαγάγει ὁ ἀπόλυτος ντετερμινισμὸς ἔπρεπε νὰ συσχετισθεῖ μὲ τὴ βασικὴ ἀπροσδιοριστία ποὺ προέκυπτε ἀπὸ τὴν κβαντικὴ μηχανική. Τὸ ὄνειρο τοῦ Laplace γιὰ ἕναν κόσμο ἀπόλυτα ντετερμινιστικὸ ματαιώθηκε μὲ τὴν κβαντικὴ ἀβεβαιότητα καὶ τὰ χαοτικὰ φαινόμενα. Σήμερα, ὁρισμένοι φυσικοὶ ὀνειρεύονται ξανὰ νὰ βροῦν μιὰ θεωρία ποὺ νὰ ἑρμηνεύει ὁριστικὰ τὰ πάντα. Εἶναι ἡ λεγόμενη Θεωρία τῶν Πάντων. Πολλοὶ ἄλλοι πιστεύουν ὅτι δὲν θὰ φθάσουμε ποτὲ σὲ αὐτό, καὶ ὅτι ἡ ἐπιστήμη θὰ προσεγγίζει ὁλοένα καὶ περισσότερο τὴν πραγματικότητα, χωρὶς νὰ μπορέσει ποτὲ νὰ τὴν ἑρμηνεύσει ἀπολύτως.

          Μοῦ εἶχε κάνει ἐντύπωση κάτι ποὺ εἶχα διαβάσει πρὶν χρόνια στὸ περιοδικὸ Readers Digest. Εἶχε συνέντευξη μὲ ἕναν ἀστροφυσικό, τὸν ρώτησαν ποῦ βρίσκεται ἡ ἐπιστήμη ὅσον ἀφορᾷ τὴ θεωρία τῆς δημιουργίας τοῦ κόσμου, καὶ ἐκεῖνος ἀπάντησε: «Ἀκόμα εἴμαστε μακριὰ ἀπὸ τὸ νὰ δώσουμε ἀπάντηση. Ὅμως, παρόλο ποὺ εἶμαι ἀγνωστικιστής, ἔχω τὴν ἐντύπωση ὅτι, ὅταν θὰ φθάσουμε στὴν κορυφὴ τῆς γνώσης, θὰ βροῦμε ἐκεῖ πάνω μιὰ ὁμάδα ἀπὸ θεολόγους, ποὺ θὰ μᾶς πεῖ: “Εἴμαστε ἐδῶ πάνω ἀπὸ αἰῶνες”». Τὰ λόγια αὐτὰ συμφωνοῦν μὲ τὰ λόγια ἑνὸς σύγχρονου Ἕλληνα Φυσικοῦ καὶ ἐρευνητῆ στόν «Δημόκριτο», τοῦ Βασίλειου Πετρουλέα, σὲ μιὰ ὁμολογουμένως ἐξαιρετικὴ ὁμιλία του στὸ πλαίσιο τοῦ 56ου Παιδαγωγικοῦ Συνεδρίου τοῦ «Μεγάλου Βασιλείου» (2015): «Καθὼς ἡ ἐπιστήμη προοδεύει, ὁ Θεός “ἀποχωρεῖ”. Κι αὐτό, γιὰ νὰ ἀφήσει τὸ πεδίο ἐλεύθερο στὴν ἐπιστήμη νὰ ἐμβαθύνει περισσότερο στὰ μεγαλεῖά Του καὶ νὰ Τὸν δοξάσει».

 

Ἡ καθ’ ἡμᾶς Ἀνατολή. Ἡ πίστη ὡς βίωμα

          Ἤμουν μαθήτρια τοῦ Γυμνασίου στὴ δεκαετία τοῦ ’70. Μία ἐποχὴ ποὺ ὁ πιστὸς νέος ἦταν «ἐκτὸς μόδας», καὶ ἂν κάποιος ἤθελε νὰ συμβαδίζει μὲ τὴν ἐποχή του, θὰ ἔπρεπε νὰ ἀπορρίψει κάθε θρησκευτική του εὐαισθησία καὶ νὰ ἀποδεχθεῖ τὶς ὑλιστικὲς ἀπόψεις ποὺ ἤθελαν νὰ διώξουν τὸν Θεὸ ἀπὸ τὴ ζωή μας, δηλαδὴ ἤθελαν νὰ ὁδηγήσουν στὸν θάνατο τὸν νέο ἄνθρωπο, πρὶν ἀκόμα γνωρίσει τί εἶναι ζωή. Ἡ μαρξιστικὴ ἰδεολογία καὶ ὁ ἱστορικὸς ὑλισμὸς ἔγιναν ἡ σημαία γιὰ ἑκατομμύρια ἀνθρώπους καὶ διεκδικοῦσαν τὴν ἐπιστήμη καὶ τὴν πρόοδο σὰν δική τους ἀποκλειστικότητα. Ὁ Κύριος εὐλόγησε, καὶ μὲ τὴ συμβουλὴ τοῦ θεολόγου καθηγητῆ ποὺ εἴχαμε στὴν Α΄ Γυμνασίου ἀπέκτησα νωρὶς μιὰ μικρὴ Καινὴ Διαθήκη, τὴν ὁποία ἄρχισα νὰ μελετῶ μὲ τὶς πενιχρές μου ἱκανότητες, καὶ ἔτσι μὲ συνέλαβε ὁ Κύριος στὰ δίχτυα Του. Ἔνιωσα ὅτι ἐκεῖ βρισκόταν τὸ νόημα τῆς ζωῆς μου καὶ μὲ κάθε θυσία θὰ ἔπρεπε νὰ παλέψω γιὰ μιὰ ζωὴ σύμφωνα μὲ τὸ θέλημά Του. Τότε θυμᾶμαι, μιὰ μέρα σὲ ὥρα μαθήματος, τὸ βλέμμα μου ἔπεσε στὴν εἰκόνα τοῦ Κυρίου ποὺ ἦταν κρεμασμένη στὸν ἀπέναντι τοῖχο καὶ Τοῦ εἶπα: «Κύριε, βοήθησέ με νὰ σπουδάσω, γιὰ νὰ μὴ λένε ὅτι μόνον οἱ ἀγράμματοι πιστεύουν σὲ Ἐσένα». Μετὰ ἀπὸ τόσα χρόνια ποὺ πέρασαν, φέρνοντας στὴ μνήμη μου αὐτὲς τὶς σκέψεις, χαμογελῶ μὲν γιὰ τὴν παιδική μου ἀφέλεια, ἀλλὰ καὶ εὐγνωμονῶ τὸν Κύριο, γιατὶ ἄκουσε αὐτὴ τὴν ἀφελῆ σκέψη μου, καὶ τώρα ὡς ἐκπρόσωπος τῆς Ἰατρικῆς ἐπιστήμης μπορῶ νὰ ὁμολογῶ ὅτι ἡ πίστη δὲν μὲ ἐμπόδισε στὴν πορεία μου πρὸς τὴ γνώση, ἀλλὰ ἀντίθετα ἔγινε ἡ πέτρα πάνω στὴν ὁποία στηρίχθηκα, γιὰ νὰ ἐπιτύχω τὸν στόχο μου.

          Ὁ Ντοστογιέφκι (1821-1881), γιὸς γιατροῦ ποὺ σπούδασε μηχανικός, μὲ μιὰ ταραγμένη ζωή, ἀλλὰ ποὺ τελικὰ ἔγινε ἕνας ἀπὸ τοὺς σημαντικώτερους Ρώσους συγγραφεῖς τοῦ 19ου αἰῶνα μὲ παγκόσμια ἐμβέλεια, εἶχε γράψει: «Πιστεύω ὅτι οὐδὲν χαριέστερο, βαθύτερο, συμπαθέστερο καὶ τελειότερο ὑπάρχει ἀπὸ τὸν Χριστό. Μὲ ζηλότυπη ἀγάπη λέω στὸν ἑαυτό μου: Ὅμοιος μὲ Αὐτὸν ὄχι μόνο δὲν ὑπάρχει, ἀλλὰ καὶ δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξει. Πολὺ δὲ περισσότερο, δηλώνω τὸ ἑξῆς: Ἐὰν μποροῦσε κάποιος νὰ μοῦ ἀποδείξει ὅτι ὁ Χριστὸς βρίσκεται ἔξω ἀπὸ τὴν ἀλήθεια, ἐγὼ θὰ προτιμοῦσα νὰ μείνω μὲ τὸν Χριστὸ καὶ ὄχι μὲ τὴν ἀλήθεια». Σκανδαλώδης ὁμολογία, ποὺ φανερώνει τὸ μέγεθος τῆς ἀγάπης τοῦ Ντοστογιέφσκι στὸν Χριστό, σὲ μιὰ ἐποχὴ ποὺ ἡ ἀθεΐα εἶχε ἀρχίσει νὰ παίρνει τὸ προσωπεῖο τῆς ἐπιστήμης καὶ τῆς διανόησης. Ἡ ἀγάπη στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ θεμελιώνει τὴν πίστη καὶ ὁδηγεῖ τὸν ἄνθρωπο στὴ σφαῖρα τοῦ πνεύματος, καὶ τότε αὐτὸς μπορεῖ νὰ ἀντιληφθεῖ τί ἐννοεῖ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ὅταν μᾶς λέγει: «Οὐ γὰρ ἔχομεν ὧδε μένουσαν πόλιν, ἀλλὰ τὴν μέλλουσαν ἐπιζητοῦμεν» (Ἑβρ., ιγ΄ 14).

          Ἀλλὰ καὶ ἕνας ἄλλος σύγχρονος ἐπιστήμονας, ποὺ πρόσφατα ἀνακηρύχθηκε Ἅγιος ἀπὸ τὴ Ρωσικὴ καὶ Οὐκρανικὴ Ἐκκλησία, ὁ Ἅγιος Λουκᾶς ὁ ἰατρός, ἐπίσκοπος Συμφερουπόλεως (1877-1961), ἔρχεται νὰ μᾶς βεβαιώσει ὅτι ἡ γνώση καὶ ἡ ἐπιστήμη δὲν μᾶς ἐμποδίζουν νὰ βαδίσουμε τὴ στενὴ καὶ τεθλιμμένη ὁδὸ στὴν ὁποία μᾶς καλεῖ ὁ Θεός, γιὰ νὰ γίνουμε πολῖτες τοῦ οὐρανοῦ. Ἀπὸ τὸ 1922 μέχρι καὶ τὴν τελευταία του πνοή, γνώρισε συλλήψεις, βασανιστήρια, ἐξορίες καὶ κακουχίες. Φυλακίσθηκε καὶ ἐξορίσθηκε συνολικὰ ἕντεκα χρόνια. Σὲ ὅλο αὐτὸ τὸ διάστημα, ἐξασκοῦσε τὴν ἰατρική, βοηθώντας ὅσους εἶχαν ἀνάγκη. Ὑπάρχυν μαρτυρίες ὅτι ὁ ἀρχιεπίσκοπος Λουκᾶς ἐμφάνισε πολλὰ πνευματικὰ χαρίσματα, ὅσο ἀκόμα ζοῦσε. Ἀσθενεῖς ὁμολόγησαν ὅτι ἔκανε ὀρθὴ διάγνωση τῆς ἀσθένειάς τους, μὲ τὸ ποὺ τοὺς ἔβλεπε, ὅτι εἶχε διορατικὸ χάρισμα καὶ ὅτι τοὺς θεράπευε μὲ τὴν προσευχή του, ἰδίως κατὰ τὰ τελευταῖα χρόνια τῆς ζωῆς του, ποὺ δὲν ἔβλεπε πλέον, γιὰ νὰ χειρουργεῖ. Ὁ Ἅγιος, σὲ ὁμιλία του γιὰ τὴ σχέση ἐπιστήμης καὶ θρησκείας, μεταξὺ τῶν ἄλλων γράφει:

          «Δὲν θὰ μᾶς τὸ ἐξηγήσουν ποτέ, γιατὶ βρίσκονται μακριὰ ἀπ’ αὐτὸ ποὺ εἶναι ἡ βάση τῆς θρησκείας – δηλαδὴ ἀπὸ τὴν πίστη. Ἂν διαβάσετε τὰ βιβλία ἐκείνων ἀπὸ τοὺς ἐπιστήμονες ποὺ ἐπιχειροῦν νὰ ἀνασκευάσουν τὴ θρησκεία, θὰ δεῖτε πόσο ἐπιφανειακὰ αὐτοὶ βλέπουν τὰ πράγματα. Δὲν καταλαβαίνουν τὴν οὐσία τῆς θρησκείας, καὶ ὅμως τὴν κρίνουν. Ἡ κριτική τους δὲν ἀγγίζει τὴν οὐσία τῆς πίστεως, τὴν ὁποία ἀδυνατοῦν νὰ καταλάβουν, ἀλλὰ τοὺς τύπους, τὶς ἐκδηλώσεις δηλαδὴ τοῦ θρησκευτικοῦ συναισθήματος. Τὴν οὐσία τῆς θρησκείας καὶ τῆς πίστεως δὲν τὴν καταλαβαίνουν. Γιατί ὅμως; Γιατὶ ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς λέει, «Οὐδεὶς δύναται ἐλθεῖν πρός με, ἐὰν μὴ ὁ Πατὴρ ὁ πέμψας με ἑλκύσῃ αὐτόν» (Ἰω., στ΄ 44)». Καὶ συνεχίζει παρακάτω: «Μὴ σκανδαλίζεστε, ὅταν ἀκοῦτε αὐτὰ ποὺ λένε κατὰ τῆς θρησκείας, ἀφοῦ αὐτοὶ ποὺ τὰ λένε δὲν καταλαβαίνουν τὴν οὐσία της. Ἐσεῖς οἱ ἁπλοὶ ἄνθρωποι, ποὺ δὲν ἔχετε πολλὴ σχέση μὲ τὴν ἐπιστήμη καὶ δὲν γνωρίζετε πολλὰ ἀπὸ τὴ φιλοσοφία, νὰ θυμᾶστε πάντα τὴ βασικώτερη ἀρχή, τὴν ὁποία πολὺ καλὰ γνώριζαν οἱ πρῶτοι χριστιανοί. Αὐτοὶ θεωροῦσαν δυστυχισμένο τὸν ἄνθρωπο ποὺ γνωρίζει ὅλες τὶς ἐπιστῆμες, δὲν γνωρίζει ὅμως τὸν Θεό. Καὶ ἀντίθετα, θεωροῦσαν μακάριο αὐτὸν ποὺ γνωρίζει τὸν Θεό, ἔστω καὶ νὰ μὴ γνωρίζει ἀπολύτως τίποτα ἀπὸ τὰ ἀνθρώπινα. Νὰ φυλάγετε αὐτὴ τὴν ἀλήθεια σὰν τὸν μεγαλύτερο θησαυρὸ τῆς καρδιᾶς σας, προχωρᾶτε εὐθεῖα καὶ μὴν κοιτάζετε δεξιὰ καὶ ἀριστερά. Ἂς μὴ μᾶς κάνουν αὐτὰ ποὺ ἀκοῦμε κατὰ τῆς θρησκείας νὰ χάνουμε τὸν προσανατολισμό μας. Νὰ κρατᾶμε τὴν πίστη μας, ποὺ εἶναι αἰώνια καὶ ἀναμφισβήτητη. Ἀμήν».

          Ἀλλὰ ἂς ἔλθουμε καὶ σὲ ἕναν ἄλλο σύγχρονο Ἅγιο μὲ ὑψηλὸ ἐπίπεδο σπουδῶν. Ὁ Ἅγιος Νικόλαος (Βελιμίροβιτς) ἐπίσκοπος Ἀχρίδας τῆς Σερβικῆς Ἐκκλησίας γεννήθηκε τὸ 1880 στὴ Σερβία. Ἔλαβε εὐρεῖα μόρφωση ἀνὰ τὴν ὑφήλιο καὶ ἐπέδειξε σπουδαῖο συγγραφικὸ ἔργο. Οἱ ὑψηλὲς θεολογικὲς καὶ φιλοσοφικὲς μελέτες του τὸν ἔκαναν σύντομα γνωστό. Ἀπέκτησε πέντε διδακτορικοὺς τίτλους σὲ διάφορα Πανεπιστήμια τοῦ κόσμου. Ἐπίσκοπος ἐκλέχθηκε μόλις στὰ 39 του χρόνια. Ποίμανε μὲ ἰδιαίτερη ἀγάπη καὶ σοφία τὴν ἐπισκοπή του, ὅμως ἡ ποιμαντική του διακονία ἀγκάλιασε ὅλο τὸν κόσμο μὲ τὰ διάφορα ταξίδια του (συχνὰ λόγῳ ἐξορίας), τὴ διδασκαλική του δραστηριότητα σὲ πανεπιστημιακὲς σχολές, ἀλλὰ καὶ μέσῳ τοῦ πλήθους τῶν ἐπιστολῶν καὶ τῶν βιβλίων του. Τὸ μεγαλεῖο τῆς ψυχῆς του φαίνεται καὶ σὲ ἕνα κείμενο τοῦ Ἁγίου, ποὺ ἀναφέρεται στὴ φυλάκισή του στὰ στρατόπεδα συγκεντρώσεως τῶν Ναζὶ κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Ἔγραψε ὁ Ἅγιος: «Εὐλόγησε τοὺς ἐχθρούς μου, ὦ Κύριε! Ἀκόμη κι ἐγὼ τοὺς εὐλογῶ καὶ δὲν τοὺς καταριέμαι. Οἱ ἐχθροὶ μὲ ἔχουν ὁδηγήσει μέσα στὴν ἀγκάλη Σου περισσότερο ἀπ’ ὅ,τι οἱ φίλοι μου. Οἱ φίλοι μου μὲ ἔχουν προσδέσει στὴ γῆ, ἐνῷ οἱ ἐχθροὶ μὲ ἔχουν λύσει ἀπὸ τὴ γῆ καὶ ἔχουν συντρίψει ὅλες τὶς φιλοδοξίες μου στὸν κόσμο…». Καὶ συνεχίζει στὸν ἴδιο ρυθμὸ αὐτὴ ἡ ὑπέροχη προσευχή. Ἀλλὰ καὶ τό «Δρόμος δίχως Θεὸ δὲν ἀντέχεται», ποὺ συνήθιζε νὰ λέει, μᾶς φανερώνει τὸ μεγαλεῖο τῆς πίστης, ποὺ συνεχίζει νὰ ὑπάρχει ἀλώβητη μέσα στοὺς αἰῶνες καὶ κάτω ἀπὸ ὁποιεσδήποτε συγκυρίες.

          Σὲ ὅλα αὐτὰ θὰ ἤθελα νὰ προσθέσω καὶ τὴ δική μου ἐμπειρία μὲ τὸν Καθηγητή μου στὸν Καναδᾶ, τὸν μακαριστὸ Δημήτριο Ὡραιόπουλο (1936-2012), Καθηγητὴ Νεφρολογίας στὸ Πανεπιστήμιο τοῦ Τορόντο, ἕναν ἀπὸ τοὺς πιὸ διάσημους νεφρολόγους τοῦ κόσμου, ἐκδότη τριῶν ἐπιστημονικῶν περιοδικῶν καὶ θεμελιωτὴ τῆς περιτοναϊκῆς κάθαρσης. Ὁ Καθηγητής, παρ’ ὅλο ποὺ ἔζησε 50 χρόνια σὲ ἕνα περιβάλλον ξένο πρὸς τὴν ὀρθόδοξη πίστη, παρέμεινε ὀρθόδοξος καὶ ἐπηρέασε θετικὰ πολλοὺς νέους γιατροὺς ποὺ πῆγαν στὸ τμῆμά του γιὰ μετεκπαίδευση. Ἀντιμετώπισε μὲ θαυμαστὸ θάρρος τὴν ἀρρώστια του, ἡ ὁποία τελικὰ τὸν ὁδήγησε στὸν θάνατο. Παρ’ ὅλο ποὺ γνώριζε τὰ πάντα, διατήρησε θαυμαστὴ ἠρεμία, ζοῦσε μὲ τὴν προσευχὴ καὶ τὴ Θεία Κοινωνία, τηλεφώνησε σὲ ὅλους τοὺς φίλους του, γιὰ νὰ ζητήσει συγχώρεση, καὶ τακτοποίησε τὰ τῆς κηδείας του, πρὶν ἀκόμη ἔλθει τὸ τέλος. Ἡ σύζυγός του μᾶς ἀνέφερε ὅτι πρώτη φορὰ εἶδε ἄνθρωπο νὰ φεύγει μὲ τόση ἠρεμία. Πῆρε μαζί του τὸ κομποσκοῖνί του, τὴν Ἁγία Γραφή του καὶ τὴν πολλή μας ἀγάπη, ὅπως μοῦ ἔγραψε τότε ἕνας φίλος νεφρολόγος τοῦ Τορόντο. Ὅλα τὰ παγκόσμια περιοδικὰ Νεφρολογίας ἀναφέρθηκαν στὸ πρόσωπό του μὲ ἐξαιρετικὰ λόγια, καὶ τόνιζαν τόσο τὴν ἐπιστημονική του αὐθεντία ὅσο καὶ τὴν ἐξαιρετικὴ ἀνθρωπιστική του συμπεριφορά.

          Ἀπὸ τὰ λίγα ποὺ ἀναφέραμε, γίνεται φανερὸ ὅτι ἡ ἐπιστήμη δὲν ἐμποδίζει τὸν ἄνθρωπο νὰ εἶναι συγχρόνως καὶ πιστὸς χριστιανός. Ἡ ἄρνηση τοῦ Θεοῦ ὑπῆρξε στὸ παρελθὸν προσωπικὴ ὑπόθεση κάποιων ἀνθρώπων. Ἄλλωστε, στοὺς Ψαλμοὺς διαβάζουμε: «Εἶπεν ἄφρων ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ, Οὐκ ἔστι Θεός» (Ψαλμ. ΙΓ΄ 1). Ὅμως ἤδη ἀπὸ τὸν 19ο αἰῶνα καὶ μέχρι καὶ τὶς μέρες μας, ἡ ἄρνηση τοῦ Θεοῦ ἔχει πάρει διαστάσεις κοινωνικοῦ φαινομένου, καὶ ὄχι μόνο ἄτομα, ἀλλὰ καὶ ὁλόκληρα κράτη δηλώνουν μὲ αὐθάδεια τὴν ἄρνησή τους στὴν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι, πρόσφατα στὸ Λονδῖνο θέλησαν νὰ διαφημίσουν μὲ τὰ μέσα μαζικῆς μεταφορᾶς τὴ σημαντική τους… ἀνακάλυψη ὅτι Θεὸς δὲν ὑπάρχει, καὶ ἑπομένως μπορεῖ κανεὶς νὰ ζήσει ὅπως θέλει. Ὅμως ἕνας ἁπλὸς ἄνθρωπος, ὁ Βρετανὸς Ron Heather, ἀρνήθηκε νὰ ὁδηγήσει λεωφορεῖο μὲ τὶς μήκους ἕξι μέτρων ἀθεϊστικὲς πινακίδες ὅπου ἀναγραφόταν στὸ σλόγκαν: “There’s probably no God. Now stop worrying and enjoy your life”… Οἱ ἄνθρωποι δυστυχῶς δὲν διδασκόμαστε ἀπὸ τὶς πτώσεις μας καὶ ἐπαναλαμβάνουμε τὸ ἴδιο λάθος τῶν Πρωτοπλάστων. Πέφτουμε στὴν παγίδα νὰ πιστέψουμε ὅτι ἡ γνώση θὰ μᾶς κάνει θεούς, ὥστε νὰ μὴ χρειαζόμαστε πιὰ τὴν ὑποταγὴ σὲ κανένα θεὸ καὶ νὰ χαιρόμαστε δῆθεν τὴ ζωή μας, μὲ ἀποτέλεσμα, ἀχαλίνωτα ὅπως οἱ δαιμονισμένοι χοῖροι τῆς εὐαγγελικῆς περικοπῆς, νὰ πέφτουμε ὁμαδικὰ στὴ θάλασσα.

          Ἡ γνώση λοιπὸν ἐμφανίζεται σὰν αἰτία τῆς ἀποστασίας μας ἀπὸ τὸν Κύριο καὶ Θεό μας. Ἀλλὰ ποιὰ γνώση; Ποιὸς ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ πεῖ πὼς εἶναι πανεπιστήμων; Πόσες γνώσεις μπορεῖ νὰ ἀποκτήσει ἕνας ἄνθρωπος; Ἂν γίνει κάποιος γιατρός, γνωρίζει τὰ τῆς Ἰατρικῆς, καὶ μάλιστα ὄχι ὅλα, γιατὶ στὶς μέρες μας γίνεται συνεχὴς ἐπιμερισμὸς λόγῳ τοῦ ὄγκου τῶν πληροφοριῶν ποὺ συνεχῶς ἀποκτῶνται. Ἕνας παθολόγος δὲν ξέρει νὰ χειρουργεῖ, καὶ ἕνα ψυχίατρος δὲν μπορεῖ νὰ κάνει τὸν μικροβιολόγο. Ἀγνοεῖ δὲ παντελῶς τὴν Ἀστρονομία, τὴ Μηχανική, τὴ Γεωπονικὴ ἢ καὶ ὅλες τὶς ἄλλες εἰδικότητες ποὺ ὑπάρχουν. Ἀγνοεῖ ἑπομένως τὸ μεγαλύτερο μέρος τῆς γνώσης καὶ ἀποδέχεται τυφλὰ αὐτὸ ποὺ ὁ κάθε εἰδικὸς θὰ τοῦ μεταφέρει ὡς γνώση. Γιὰ ποιὸ λόγο λοιπὸν πρέπει νὰ κομπάζει ὁ σημερινὸς ἄνθρωπος; Γιὰ τὴ γνώση, ἢ γιὰ τὴν ἄγνοιά του σὲ σχέση μὲ τὸν τεράστιο ὄγκο γνώσεων ποὺ ἡ σημερινὴ πρόοδος τῆς ἐπιστήμης τοῦ παρουσιάζει καθημερινά; Ποιὸ εἶναι τὸ πραγματικὸ νόημα τῆς ἐπιστήμης σήμερα; Ἡ ἀτέλειωτη συσσώρευση γνώσεων, ποὺ ὁ κάθε ἄνθρωπος ξεχωριστὰ ἀδυνατεῖ νὰ κατανοήσει. Μήπως λοιπὸν ἡ σημερινὴ ἐπιστήμη μᾶς καλεῖ νὰ χαμηλώσουμε τὸ ὑπερήφανο ἀνάστημά μας καὶ νὰ ἐπαναλάβουμε σὰν τὸν μέγα φιλόσοφο Σωκράτη τό «ἓν οἶδα, ὅτι οὐδὲν οἶδα»;

          Διανύουμε τὸ σωτήριον ἔτος 2017. Πολλοὶ νέοι χριστιανοὶ ἀγωνίζονται καὶ γίνονται πτυχιοῦχοι ὅλων τῶν πανεπιστημιακῶν σχολῶν, καὶ πολλοὶ μάλιστα ἀπὸ αὐτούς, τόσο ἄνδρες ὅσο καὶ γυναῖκες, ἐγκαταλείπουν τὴν καριέρα τους, γιὰ νὰ ἀφιερωθοῦν ἀποκλειστικὰ καὶ μόνο στὸν ἐκλεκτὸ τῆς καρδιᾶς τους, ποὺ δὲν εἶναι ἄλλος ἀπὸ τὸν Κύριο καὶ Θεό μας, ὅπως ὁμολόγησε ὁ Ἀπόστολος Θωμᾶς, ὅταν ἄγγιξε τὶς πληγές Του στὸ ἀναστημένο σῶμά Του. Ὅμως σὲ αὐτοὺς τοὺς νέους θὰ πρέπει νὰ ἀντιπαραθέσουμε, γιὰ νὰ εἴμαστε ἀληθινοί, καὶ αὐτοὺς οἱ ὁποῖοι οὐδεμία σχέση ἔχουν μὲ τὴν πίστη καὶ χρησιμοποιοῦν τὴν ἐπιστήμη, γιὰ νὰ δικαιολογήσουν αὐτή τους τὴ στάση ἀπέναντι στὴ χριστιανικὴ πίστη. Ἔτσι, οἱ ἄνθρωποι, ὄχι μόνο στὴ χώρα μας, ἀλλὰ καὶ σὲ ὁλόκληρο τὸν κόσμο, ἔχουν χωρισθεῖ σὲ στρατόπεδα, ποὺ τὸ καθένα προσπαθεῖ νὰ ἐπιβάλει καὶ νὰ θεωρήσει ἀλήθεια τὸ δικό του πιστεύω.

          Προσπαθοῦμε νὰ ἀποδείξουμε στοὺς ἄλλους μὲ θεωρήματα αὐτὸ ποὺ οὐσιαστικὰ γίνεται ἀντιληπτὸ μόνο ὡς βίωμα. Οὔτε οἱ θεωρίες οὔτε ἡ ἱστορία ἀρκοῦν νὰ ἀλλάξουν κάποιον, ἂν δὲν βιώσει τὴ Θεία Χάρη νὰ τοῦ ἀλλάζει κυριολεκτικὰ τὸν τρόπο σκέψης καὶ τὴν πορεία τῆς ζωῆς του. Ἡ χριστιανικὴ ζωή, βασισμένη στὴ διδασκαλία τοῦ Κυρίου, μπορεῖ νὰ εἶναι ἡ στενὴ καὶ τεθλιμμένη ὁδός, ἀλλὰ εἶναι ἡ μόνη ποὺ μᾶς ἐξασφαλίζει ἰσορροπία, μᾶς δίνει νόημα καὶ σκοπό, μᾶς κάνει νὰ ζοῦμε ὄχι μόνο γιὰ τὸ ἐγώ μας, ποὺ εἶναι καὶ ὁ μεγαλύτερος ἐχθρός μας κατὰ τοὺς Πατέρες, ἀλλὰ καὶ γιὰ τοὺς συνανθρώπους μας.

          Ἡ ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ δὲν ἐμποδίζει νὰ ἀποκτήσουμε γνώσεις, δὲν μᾶς ἐμποδίζει νὰ ἀναγνωρίζουμε τὰ ἐπιτεύγματα τῆς ἐπιστήμης, γιατὶ εἴμαστε σίγουροι ὅτι ἡ πίστη μας δὲν ἔχει νὰ φοβηθεῖ τίποτα ἀπὸ καμμία ἐπιστημονικὴ ἀνακάλυψη, ἀλλὰ ἀντίθετα αὐξάνει τὸ μεγαλεῖο τοῦ Δημιουργοῦ μας, καὶ μὲ τὸν Ψαλμῳδὸ γεμᾶτοι θαυμασμὸ θὰ ἐπαναλάβουμε καὶ ἐμεῖς τό: «Ὡς ἐμεγαλύνθη τὰ ἔργα Σου, Κύριε· πάντα ἐν σοφίᾳ ἐποίησας» (Ψαλμ. ΡΓ΄ 24). Γιὰ τοὺς πιστούς, λοιπόν, δὲν ὑπάρχει πόλεμος μὲ τὴν ἐπιστήμη, ἀλλὰ συνεργασία μὲ σκοπὸ τὴ δημιουργία ἑνὸς ἰσορροπημένου, ὑγιοῦς καὶ εὐτυχισμένου ἀνθρώπου.

 

[1] Ἡ ἰμιδακλοπρίδη εἶναι ἕνα χημικὸ ἐντομοκτόνο, ποὺ τὸ ψεκάζουν σὲ φροῦτα καὶ λαχανικά. Οἱ ἐπιστήμονες λένε πὼς σκοτώνει τὶς μέλισσες, βάζοντας σὲ κίνδυνο ὁλόκληρη τὴν ἁλυσίδα τῆς ζωῆς. Στὸ μήνυμά τους ἀναφέρουν: «Οἱ μέλισσες βρίσκονται σὲ κίνδυνο, καὶ μαζί τους ἀπειλεῖται ἡ παγκόσμια παραγωγὴ τροφίμων. Γι’ αὐτό, ὁ Καναδᾶς τώρα σκέπτεται νὰ ἐφαρμόσει μιὰ ἀνατρεπτικὴ ἀπαγόρευση γιὰ ἕνα ἀπὸ τὰ πιὸ θανατηφόρα γιὰ τὶς μέλισσες χημικά. Ὅμως τὸ ἰσχυρὸ λόμπυ τῶν ἀγροχημικῶν ἀντιστέκεται, καὶ εἶναι στὸ δικό μας χέρι νὰ σώσουμε τὶς μέλισσες!».

 

Εἰρήνης Γράψα, Ἀν. Καθηγήτριας Νεφρολογίας ΕΚΠΑ

 

πηγή:  περιοδικὸ Ἀκτῖνες (2107) 163-176

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *