Τί θέλεις να σου κάνω;

Αν αυτή τη στιγμή ο Κύριος στεκόταν μπροστά στον καθένα από μας χωριστά και μας υπέβαλλε την ερώτηση «τί σοι θέλεις ποιήσω;» άραγε τι θα είχαμε να του απαντήσουμε; Αν μας έλεγε: «Παιδί μου, τι θέλεις να σου κάνω;», «Αἴτησαι παρ᾿ ἐμοῦ καὶ δώσω σοι», ποια είναι τα αιτήματα, που θα διατυπώναμε;


«Ἐγένετο ἐν τῷ ἐγγίζειν αὐτὸν εἰς Ἱεριχὼ τυφλός τις ἐκάθητο παρὰ τὴν ὁδὸν προσαιτῶν. Ἀκούσας δὲ ὄχλου διαπορευομένου ἐπυνθάνετο τί εἴη ταῦτα. Ἀπήγγειλαν δὲ αὐτῷ ὅτι Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος παρέρχεται. Καὶ ἐβόησε λέγων· Ἰησοῦ υἱὲ Δαυΐδ, ἐλέησόν με. Καὶ οἱ προάγοντες ἐπετίμων αὐτῷ ἵνα σιωπήσῃ· αὐτὸς δὲ πολλῷ μᾶλλον ἔκραζεν· υἱὲ Δαυΐδ, ἐλέησόν με. Σταθεὶς δὲ ὁ Ἰησοῦς ἐκέλευσεν αὐτὸν ἀχθῆναι πρὸς αὐτόν, ἐγγίσαντος δὲ αὐτοῦ ἐπηρώτησεν αὐτὸν λέγων· τί σοι θέλεις ποιήσω; ὁ δὲ εἶπε· Κύριε, ἵνα ἀναβλέψω. Καὶ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτῷ· ἀνάβλεψον· ἡ πίστις σου σέσωκέ σε. Καὶ παραχρῆμα ἀνέβλεψε, καὶ ἠκολούθει αὐτῷ δοξάζων τὸν Θεόν· καὶ πᾶς ὁ λαὸς ἰδὼν ἔδωκεν αἶνον τῷ Θεῷ».

«Τί σοι θέλεις ποιήσω;»

Ο Κύριος έμπαινε με τη συνοδεία του στην Ιεριχώ. Η εμφάνισή του δεν ήταν ένα τυχαίο γεγονός για τη μικρή πόλη. Σήμανε συναγερμό. Ο θόρυβος των πολλών κέντρισε το ενδιαφέρον ενός τυφλού. Ρώτησε και έμαθε. Του είπαν πως «Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος παρέρχεται». Αμέσως άρχισε να φωνάζει: «Ἰησοῦ, Υἱὲ Δαυίδ, ἐλέησόν με». Οι πολλοί τον διέταξαν να σωπάσει. Μα αυτός με περισσότερη δύναμη εξακολούθησε να ικετεύει: «υἱὲ Δαυίδ, ἐλέησόν με». Ο Ιησούς τον άκουσε. Στάθηκε. Διέταξε να τον φέρουν μπροστά του. Και με τόνο αγάπης τον ρώτησε: «Τί σοι θέλεις ποιήσω;» Τι θέλεις να σου κάνω; «Κύριε, ἵνα ἀναβλέψω», απάντησε με ένα βαθύ αναστεναγμό ο τυφλός. Και ο Ιησούς χωρίς καμιά χρονοτριβή διέταξε: «Ἀνάβλεψον». Αμέσως τα μάτια του τυφλού άνοιξαν. Χάρηκε το φως. Χάρηκε τη δημιουργία. Χάρηκε τους ανθρώπους.

Δεν ξέρω!

Αν αυτή τη στιγμή ο Κύριος στεκόταν μπροστά στον καθένα από μας χωριστά και μας υπέβαλλε την ερώτηση «τί σοι θέλεις ποιήσω;» άραγε τι θα είχαμε να του απαντήσουμε; Αν μας έλεγε: «Παιδί μου, τι θέλεις να σου κάνω;», «Αἴτησαι παρ᾿ ἐμοῦ καὶ δώσω σοι», ποια είναι τα αιτήματα, που θα διατυπώναμε;

Αμφιβάλλετε, πως μερικοί από μας δεν θα είχαν να του πουν απολύτως τίποτε; Θα στέκονταν μπροστά του με απορία, θα τον κοίταζαν εκστατικά και μετά από μια παύση αμηχανίας και ταραχής, θα του έλεγαν:

«Κύριέ μου, Κύριε, δεν έχω τι να σου πω. Δεν ξέρω τι να σου ζητήσω».

Η σκηνή αυτή δεν είναι μια υποθετική σκηνή, που θα μπορούσε κάποτε να συμβεί, αν ο Κύριος παρουσιαζόταν με όλη τη λάμψη του θεικού μεγαλείου του μπροστά μας. Ο Κύριος μας το παραγγέλλει σαφώς: «αἰτεῖτε, καὶ δοθήσεται ὑμῖν, ζητεῖτε καὶ εὐρήσετε» (Ματθ. ζ´ 7). Ζητάτε από μένα και εγώ θα σας δώσω από τη δύναμή μου και από τα αγαθά μου.

Και όμως εμείς δεν αφιερώνουμε λίγο από τον χρόνο μας στο να του μιλήσουμε και να του φανερώσουμε τις ανάγκες μας. Ή και όταν στεκόμαστε στη στάση της προσευχής, νιώθουμε τόσο φτωχή την καρδιά μας και τόσο αδύναμα τα χείλη μας. Δεν έχουμε τι να πούμε. Δεν ξέρουμε τι αιτήματα να διατυπώσουμε. Και, ή κάνουμε ένα μόνο σταυρό και δίνουμε στον εαυτό μας πιστοποιητικό, πως εξάντλησε την προσευχή ή λέμε μηχανικά δυό λόγια και βιαζόμαστε να φθάσουμε στον επίλογο, στο «αμήν». Η συμπεριφορά μας αυτή έχει ένα βαθύτερο αίτιο. Δεν μπορέσαμε να συνειδητοποιήσουμε τι σημασία έχει το να φέρουμε τα καθημερινά μας θέματα και τις καθημερινές μας αγωνίες στον Κύριο. Τι σημαίνει το να αξιωνόμαστε να στεκόμαστε μπροστά του, να του μιλάμε, να του εκθέτουμε ό,τι μας απασχολεί. Αν αυτό το καταλαβαίναμε, τότε η αναφορά μας σ’ Εκείνον θα ήταν συχνή και το περιεχόμενο της συνομιλίας μας θερμό και ζωντανό.

Τα θέλω όλα

Υπάρχει και η δεύτερη ακριβώς αντίθετη τάση, που είναι και αυτή εξ ίσου σοβαρό σφάλμα. Μπορεί στην επικοινωνία μας με τον Θεό να λέμε και μάλιστα πολλά, χωρίς όμως κανένα ειρμό και κανένα νόημα. Είτε γιατί δεν σκεπτόμαστε σοβαρά πριν αρχίσουμε να μιλάμε στον Δημιουργό μας και Κύριο, είτε γιατί μας έχουν εντυπωσιάσει μερικά φτηνά πράγματα της γης, τα κάνουμε, αυτά και μόνο, περιεχόμενο της αιτήσεώς μας. Μην πούμε πως είναι σπάνιο το φαινόμενο. Ίσως είναι πολύ πιο συχνό, από όσο το σκεπτόμαστε. Μπορεί να ζητήσουμε χρήματα πολλά, για μια σπάταλη χρήση και κατάχρηση. Μπορεί να απαιτήσουμε γήινες επιτυχίες και ανθρώπινες προβολές. Μπορεί -ακόμα χειρότερο- να επικαλεστούμε συμμαχία στο κακό και προσυπογραφή των πονηρών ή εκδικητικών αποφάσεων, που ανεβαίνουν μέσα από την καρδιά μας.

Οπωσδήποτε δεν χρειάζεται πολλή σκέψη για να καταλάβει κανείς πως μια τέτοια ικεσία είναι απαράδεκτη και δεν γίνεται καθόλου δεκτή στον θρόνο της χάριτος του Θεού. «Αἰτεῖτε καὶ οὐ λαμβάνετε», λέει ο αδελφόθεος Ιάκωβος, «διότι κακῶς αἰτεῖσθε, ἵνα ἐν ταῖς ἡδοναῖς ὑμῶν δαπανήσητε» (Ἰάκ. δ´ 3). Και ο Κύριος δείχνει την αποστροφή του με όσα λέει στην επί του Όρους ομιλία του: «Προσευχόμενοι μὴ βαττολογήσητε ὥσπερ οἱ ἐθνικοί· δοκοῦσι γὰρ ὅτι ἐν τῇ πολυλογίᾳ αὐτῶν εἰσακουσθήσονται» (Ματθ. στ´ 7). Η πολυλογία, η γεμισμένη με ανάξιο λόγου περιεχόμενο είναι μια ολοκάθαρη ειδωλολατρία.

Ο τυφλός είχε διατυπώσει ένα συγκεκριμένο αίτημα στον Κύριο. Ήταν το πιο σοβαρό πρόβλημα, που τον απασχολούσε. Και πήρε αμέσως την απάντηση:
«ἀνάβλεψον». Όταν με ένα τέτοιο τρόπο αναφέρουμε και μείς στον Ιησού μας και Κύριο τα μεγάλα και ουσιαστικά αιτήματά μας, Εκείνος θα σκύβει με την αγάπη του, για να μας απαντάει και να μας λυτρώνει.

Πηγή: Περιοδικό ΖΩΗ, τεύχος Ιανουαρίου 2022

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *