Στιγμές από το μέτωπο της Κλεισούρας (1940)

Τιμή και δόξα σε όσους αγωνίστηκαν για την πίστη και τη πατρίδα μας! Σε εκείνους που υπέρμετρα αγωνίστηκαν για να έχουμε εμείς Χριστό και Ελευθερία. Σε εκείνους που μας καλούν και εμάς να μιμηθούμε τον αγώνα τους.

12 Δεκεμβρίου 1940

Σήμερα το κρύο είναι ανυπόφορο. Αρχίσαμε να κάνουμε βόλτες αλλά δεν ζεσταινόμαστε. Ξελιγωμένοι δε από την πείνα σε αφάνταστο σημείο. Έχουμε τώρα 6 ημέρες με μόνο ένα τέταρτο κουραμάνας. Άλλος από την πείνα και άλλος από το κρύο, πολλοί άνδρες έπεφταν λιπόθυμοι πάνω στη λάσπη και άλλοι έκλαιγαν σαν χήρες γυναίκες. Πρώτη φορά στη ζωή μου είδα να σκούζουν άνδρες από την πείνα.
Ύστερα από πολλές φωνές τρόμαξαννα βράσουν λίγα φασόλια και λίγα μακαρόνια που είχαν και τα βράσαν όλα μαζί. Από την πείνα μας φάνηκαν μέλι, έστω και ανάλατα. Το θλιβερό ήτανε που στη διανομή πλακώσανε όλοι οι στρατιώτες, ποιος να πρωτοπάρει και το χύσανε το καζάνι.
Ευτυχώς εγώ είχα πάρει. Αφού σταμάτησε προσωρινά το Τάγμα, διατάχθηκε η Διμοιρία του Μανούκα να πάει προφυλακή στο μέρος που ήτανε οι όλμοι μας. Πήγαμε. Εκεί βρήκαμε τον αξιωματικό των όλμων. Ερωτούμε:
– Τι γίνεται κ. Ανθυπολοχαγέ;
– Τι να γίνει, ρε παιδιά, τίποτε δεν κάνουμε , εμείς έχουμε 6 όλμους και αυτοί έχουν 60. Αριστερά μας έχουμε τον 9ο Λόχο. Από το πολύ κρύο και το χιόνι τρομάξαμε να στήσουμε αντίσκηνα. Άρχισαν να μας βάλλουν οι όλμοι.
– κ. Ανθυπολοχαγέ, του λέω, εδώ είναι αδύνατο να μας πάρει το πρωί ζωντανούς, αφού μέχρι τώρα μας ήρθαν 4, αλλά μας φύλαξε ο Θεός και έπεσαν έξω από τις σκηνές μας. Καλό θα είναι να αναφέρεις ότι είναι αδύνατη η παραμονή μας εδώ απόψε, δεδομένου ότι μας έχουν επισημάνει και μέχρι το πρωί δεν θα μείνει ούτε ίχνος.
Εν τω μεταξύ εγώ με τον Σκεντέρη πήγαμε στο χωριό να βρούμε λίγο ψωμί να αγοράσουμε ή καλαμπόκι ή ότι άλλο τίποτα, να βάλουμε στο στόμα μας. Ποτέ δεν θα ξεχάσω, αν ο Θεός μου έχει ακόμη ημέρες να ζήσω και να ξαναγίνω πολίτης, την πείνα αυτή. Στον δρόμο που πηγαίναμε, βρίσκαμε πρασόφυλλα και φλούδες από κρεμμύδια πατημένες στις λάσπες. Τις παίρναμε και τις τρώγαμε. Με πολλά παρακάλια στο χωριό, τρόμαξε και μας έδωσε ένας χωριάτης από ένα καλαμπόκι, το ψήσαμε και το φάγαμε. Σε μια κοπριά βρίσκαμε πρασόφυλλα. Βρήκαμε δε και δύο πράσα και πήραμε από ένα. Γυρίζοντας στις σκηνές μας λάβαμε διαταγή και υποχωρήσαμε πάλι, πηγαίνοντας στον Λόχο μας. Τώρα έχει μία παλάμη χιόνι. Στησαμε τα αντίσκηνά μας. Ευτυχώς μας άφησαν και ανάψαμε φωτιές.

Πηγή: Νικολάου Ι. Χούπα, ‘Το ημερολόγιο ενός στρατιώτη’, σελ. 79-81

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *